πρύμναδε

πρύμναδε
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) προς την πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε, μάχην-δε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρύμναδε — towards the stern indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”